μικροαναλυτής

μικροαναλυτής
ο
χημ. συσκευή μεγάλης ευαισθησίας, χρησιμοποιούμενη στη μικροανάλυση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μικροκαθετήρας — ο χημ. μικροαναλυτής εφοδιασμένος με ηλεκτρονικό καθετήρα, με τον οποίο είναι δυνατός ο ποιοτικός και ποσοτικός προσδιορισμός τών χημικών στοιχείων που βρίσκονται μέσα σε όγκο υλικού πολύ μικρών διαστάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”